θησαυροφύλαξ

θησαυροφύλαξ
θησαυρο-φύλαξ, ακος, ὁ, Schatzbewahrer, -meister

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θησαυροφυλάκων — θησαυροφύλαξ treasurer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροφύλακα — θησαυροφύλαξ treasurer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροφύλακας — θησαυροφύλαξ treasurer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροφύλακες — θησαυροφύλαξ treasurer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροφύλακι — θησαυροφύλαξ treasurer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροφύλακος — θησαυροφύλαξ treasurer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροφύλακας — ο (ΑΜ θησαυροφύλαξ) φύλακας θησαυρού νεοελλ. 1. αυτός που διευθύνει θησαυροφυλάκιο 2. μτφ. αυτός που συντηρεί κάτι σαν θησαυρό («παθῶν θησαυροφύλακας», Παλαμ.) μσν. ταμίας και διαχειριστής κοινότητας, κράτους, ηγεμόνα κ.λπ. αρχ. πάπ. φύλακας… …   Dictionary of Greek

  • ԳԱՆՁԱՒՈՐ — (ի. աց.) NBH 1 0529 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c ա.գ. γαζοφύλαξ, θησαυρόφυλαξ Thesauri custos Վերակացու գանձուց. գանձապահ. գանձակալ. խազնատար. *Միթրիդատայ գանձաւորի իւրոյ: Հրամայեցի գանձաւորաց՝ որ են յասորեստանի:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”